- χαλκουργούμενος
- χαλκουργέωwork in bronzepres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλκουργώ — έω, ΜΑ [χαλκουργός] 1. σφυρηλατώ τον χαλκό, κατασκευάζω διάφορα αντικείμενα από χαλκό 2. παθ. χαλκουργοῡμαι, έομαι (για έργα τέχνης) κατασκευάζομαι, εκτελούμαι σε χαλκό («ἀνδριὰς χαλκουργούμενος», Μεθόδ.) … Dictionary of Greek